σ(ζ)βουρδάλα
σβουρδάλα / ζβουρδάλα. Μου ΄ρθε ζβουρδάλα, γύρισε ο τόπος. Φαινόμενο της στιγμής ενός ιλίγγου.
Κατά την γραμματική, ονοματοποιημένο επίρρημα από το ηχητικό σβουρ, που μας δίνει η σβούρα (περιστρεφόμενο κωνικό όργανο, ξύλινο ή μεταλλικό, παιδικό παιχνίδι, ηχομιμητικό -Κριαράς). Σχετικό είναι και το ιταλικό volta του Λάζαρη, που σημαίνει στροφή. Στο χωριό προφέρουμε σβού και όχι σβό.
βλ. και σβορδάλα (η)