συρταριόλι 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Συρταριόλι /τὸ/ (σύρω, Ἰ. regolo;) = ἄσκοπος πηγαινοερχομὸς ἀέργου, τὸ σῦρτα-φέρτα.