Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

συργούν(ι)

υποτελής, υπηρέτης.
“τον έχ΄νε συργούν΄ κι άλογο”
μτφρ.: ταχυδρόμος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Συργοῦν(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. σεϊράν, Ἰ. surgere;) = ταχυδρόμος, ἀποκρισάτορας, ὑπηρέτης: «τὸν ἔχνε συργοῦν’ κι’ ἄλογο». βλ. καί τσεργοῦν(ι)

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.