σ(υ)ντελίζω (συντελέω) 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σ(υ)ντελίζω (συντελέω) = ἐπιφέρω τὸ τέλος, ἐξαντλῶ, ἐξαντλοῦμαι δαπανώμενος.