σ(υ)νταυρίζομαι (συνταυράω) 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σ(υ)νταυρίζομαι (συνταυράω) = ἐκπλήσσομαι, ἀγωνιῶ, ἀδημονῶ.