σύντας
Σύντας (συντάσσω) = ὅταν, ὁσάκις, ἐνταυτῶ, συγχρόνως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σύντας, ἐπίρρ. χρ. § ὅταν. Π. σύντας ἔρτω, μοῦ τὰ λές· λέγομεν ἀκόμη καὶ ’σάν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στα καρφώματα
” … Σύντας τα εκεντούσανε, ούλα τα δέντρα ανθούσανε,
και τα πουλάκια στο κλαρί, κι εκείνα κεληδούσανε…”
Μπολίτσα στο χρόνο