Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σύντας

Σύντας (συντάσσω) = ὅταν, ὁσάκις, ἐνταυτῶ, συγχρόνως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σύντας, ἐπίρρ. χρ. § ὅταν. Π. σύντας ἔρτω, μοῦ τὰ λές· λέγομεν ἀκόμη καὶ ’σάν.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στα καρφώματα

” … Σύντας τα εκεντούσανε, ούλα τα δέντρα ανθούσανε,
και τα πουλάκια στο κλαρί, κι εκείνα κεληδούσανε…”

Μπολίτσα στο χρόνο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.