σ(υ)νέργα (επίρρ.)
συντροφική δουλειά, συνεργασία.
“Ήτανε κι οι δυο τους μαραγκοί και τα πηγαίνανε συνέργα”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
συντροφική δουλειά, συνεργασία.
“Ήτανε κι οι δυο τους μαραγκοί και τα πηγαίνανε συνέργα”.