συγυρίζω -ομαι και συγυράω
τακτοποιώ , ετοιμάζω το σπίτι, το γραφείο κ.λπ. Ετοιμάζομαι, βάνω τα καλά μου για επίσκεψη.
“Ακόμα δε συγυρίστηκες;” – “Συγυρίσου κι έλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)γυράω -ίζω (σὺν-γυρόω -ῶ) = εὐθετῶ, τακτοποιῶ, εὐπρεπίζω, περιποιοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
παλαιότερα ήταν γνωστή η φράση προς τον κουρέα, όταν πηγαίναμε για κούρεμα ή ξύρισμα. Ο πελάτης τούλεγε μαζί με τον χαιρετισιμό: “Ήρτα να με συγυρίσεις!” Δηλ. να με κουρέψεις ή να με ξυρίσεις ή και τα δύο.
Κατά τα λεξικά το ρήμα συγυρίζω είναι της δημοτικής και σημαίνει “τίθημι τι εν τάξει” και συνεκδοχικά καλλωπίζω, ωραιϊζω, διακοσμώ. “Όταν συγυριστεί λιγάκι φαίνεται σαν κούκλα.”
Η ίδια λέξη μτφρ. σημαίνει και ελέγχω, επιπλήττω, τιμωρώ. Θα σου τον συγυρίσω εγώ όπως πρέπει. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει η πρώτη έννοια,
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης