Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

συγυρίζω -ομαι και συγυράω

τακτοποιώ , ετοιμάζω το σπίτι, το γραφείο κ.λπ. Ετοιμάζομαι, βάνω τα καλά μου για επίσκεψη.
“Ακόμα δε συγυρίστηκες;” – “Συγυρίσου κι έλα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σ(υ)γυράω -ίζω (σὺν-γυρόω -ῶ) = εὐθετῶ, τακτοποιῶ, εὐπρεπίζω, περιποιοῦμαι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


παλαιότερα ήταν γνωστή  η φράση προς τον κουρέα, όταν πηγαίναμε για κούρεμα ή ξύρισμα. Ο πελάτης τούλεγε μαζί με τον χαιρετισιμό: “Ήρτα να με συγυρίσεις!” Δηλ. να με κουρέψεις ή να με ξυρίσεις ή και τα δύο.
Κατά τα λεξικά το ρήμα συγυρίζω είναι της δημοτικής και σημαίνει “τίθημι τι εν τάξει” και συνεκδοχικά καλλωπίζω, ωραιϊζω, διακοσμώ. “Όταν συγυριστεί λιγάκι φαίνεται σαν κούκλα.”
Η ίδια λέξη μτφρ. σημαίνει και ελέγχω, επιπλήττω, τιμωρώ. Θα σου τον συγυρίσω εγώ όπως πρέπει. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει η πρώτη έννοια,

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Συγυράω καί συγυρίζω = τακτοποιῶ, περιποιοῦμαι, βάζω τά πράγματα στή θέση τους.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.