σύφλογο (το)
- περικύκλωση από πυρκαγιά. ” με πήρε το σύφλογο και με τσουρούφλισε”
- μτφ.: ξαφνικός και βαρύς θυμός: “σύφλογο τον έπιασε κι έπεσε πάνω του να τον ξεσκίσει”.
- Επίσης για τα σπαρτά που τα καίει ο καιρός και χάνονται: “τα πήρε το σύφλογο” – “τον πήρε το σύφλογο και τον κατάπιε”
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, Ε΄”… Τώρα κι εσάς κι εμένα / μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους / μας δέρνει η ανεμορριπή … “.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 363: “Τα συνεπήρε σύφλογο / της ερμιάς τα μύρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σύφλογο /τὸ/ (σὺν-φλὸξ) = περίφραγμα φλογῶν, πυρκαϊὰ πανταχόθεν, συρροὴ δυσχερειῶν, σύμπτωσις ἀτυχημάτων.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σύφλογο = πολλές συμφορές σ᾿ αὐτό τό σπίτι, ἔπεσε σύφλογο (ἔπεσαν πάμπολλες ἀρρώστιες καί καταστροφές).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
«Μᾶς ἅρπαξε τὸ σὐφλογο» (σελ. 184, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ)
ἡ δίνη ἡ προερχόμενη ἐκ τῆς συναντήσεως φλογῶν πρᾠην κεχωρισμένων.
Συνήθης κατάρα: Νὰ σὲ πάρῃ τὸ σύφλογο! Μ΄ἐπῆρε τὸ σύφλογο
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο