Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σύφλογο (το)

  1. περικύκλωση από πυρκαγιά. ” με πήρε το σύφλογο και με τσουρούφλισε”
  2. μτφ.: ξαφνικός και βαρύς θυμός: “σύφλογο τον έπιασε κι έπεσε πάνω του να τον ξεσκίσει”.
  3. Επίσης για τα σπαρτά που τα καίει ο καιρός και χάνονται: “τα πήρε το σύφλογο” – “τον πήρε το σύφλογο και τον κατάπιε”
    ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, Ε΄”… Τώρα κι εσάς κι εμένα / μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους / μας δέρνει η ανεμορριπή … “.
    Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 363: “Τα συνεπήρε σύφλογο / της ερμιάς τα μύρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σύφλογο /τὸ/ (σὺν-φλὸξ) = περίφραγμα φλογῶν, πυρκαϊὰ πανταχόθεν, συρροὴ δυσχερειῶν, σύμπτωσις ἀτυχημάτων.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Σύφλογο = πολλές συμφορές σ᾿ αὐτό τό σπίτι, ἔπεσε σύφλογο (ἔπεσαν πάμπολλες ἀρρώστιες καί καταστροφές).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


«Μᾶς ἅρπαξε τὸ σὐφλογο» (σελ. 184, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ)

ἡ δίνη ἡ προερχόμενη ἐκ τῆς συναντήσεως φλογῶν πρᾠην κεχωρισμένων.

Συνήθης κατάρα: Νὰ σὲ πάρῃ τὸ σύφλογο! Μ΄ἐπῆρε τὸ σύφλογο

Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.