συδαυλίζω και συδαυλάω
ανακατεύω τη φωτιά στο τζάκι, της βάνω κι άλλα ξύλα.
Το συδαύλισμα γινόταν με σιδερένια βέργα ή γερό ξύλο το λεγόμενο συδαύλι και το ξάναμμα γινόταν με τη φυσούνα = κούφιο στέλεχος καλαμιού με το οποίο φυσούσαν και ξανάβαν τα κάρβουνα.
Δημ. σατ. τραγούδι: “Ψείρα ζύμωνε κοντή / κονίδα κοσκινάει / Κι ο κυρ-ψύλλος ο κοντός / το φούρνο συδαυλίζει …”.
Το συδαυλίζω – συδαύλι είναι λέξεις που χρησιμοποιούσαν και για τους φούρνους, μόνο που εκεί το συδαύλι ήταν μακρύ ξύλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Συδαυλάω -ίζω (σὺν-δαυλίζω) = ὑποδαυλίζω, ἐνισχύω τὴν πυράν, ὑπεγείρω τὰ ξῦλα ἵνα δι’ ἀερισμοῦ ἐπιταχυνθῆ ἡ καῦσις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης