συμπράγκαλο (το)
ευτελές πράγμα του σπιτιού ή εργαλείο, επίσης ευτελές, τεχνίτου.
“μάζεψε τα συμπράγκαλά σου και δρόμο …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)μπράγκαλο /τὸ/ (σὺν-Ἰ. bricare) = ἐργαλειοσκευὴ τεχνίτου, ἐργαλεῖον τέχνης, εὐτελὴς ἀποσκευή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης