σύμπασμα
Σύμπασμα /τὸ/ (συνεμβαίνω) = ἑσπερινὴ ἐπιστροφή, ὁμαδικὴ εἴσοδος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τὸ σύμπασμα (ὅταν τὰ ζῶα ἐπιστρέφωσιν εἰς τὰς φάτνας των).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
βλ. και μισουρανὴς ἢ μισουρανὶς
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σύμπασμα /τὸ/ (συνεμβαίνω) = ἑσπερινὴ ἐπιστροφή, ὁμαδικὴ εἴσοδος.
Τὸ σύμπασμα (ὅταν τὰ ζῶα ἐπιστρέφωσιν εἰς τὰς φάτνας των).
βλ. και μισουρανὴς ἢ μισουρανὶς