σβούρδ(ου)λας
Σβούρδουλας καί σβούρδλας /ὁ/ (ἠχητ. σβούρ-α, Ἰ. brutale; Τ. πúρτ, buρdέλᾶ) = μαστίγιον ἐκ βουνεύρου ἢ ἐλαστικοῦ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σβούρδουλας καί σβούρδλας /ὁ/ (ἠχητ. σβούρ-α, Ἰ. brutale; Τ. πúρτ, buρdέλᾶ) = μαστίγιον ἐκ βουνεύρου ἢ ἐλαστικοῦ.