Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σβορλίγκα (η)

συνώνυμο του “σβορδάλα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σβορλίγκα /ἐπίρ./ (ἠχητ. σβούρ-α, svaligiare) «τἄφερε σβορλίγκα» = ἀναστάτωσε τὰ πάντα ἐν σπουδῇ. (Ἰ. svolare) «τἄφερε σβορλίγκα» = περιῆλθε τὰ πάντα ἐν σπουδῇ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.