Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σβορδομούλαρο

Σβορδομούλαρο /τὸ/ (ἠχητ. σβούρ-α, Ἰ. svoltare-mulo) = ἡμίονος ἀτίθασος, ἀγριομούλαρο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.