Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρουτζάρω

Στρουτζάρω (Ἰ. struggere) = ζημιῶ, φθείρω, καταστρέφω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


στρουτζάρω: ζημιῶ, φθείρω, καταστρέφω, (IT. struggere).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.