Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρωμάτσο (το)

  1. πρόχειρο κρεβάτι με φτωχικά ρούχα και στρώμα από λινάτσα
  2. η στρωματσάδα, δηλ. στρώσιμο για ύπνο στο πάτωμα. “κοιμήθηκα στρωματσάδα απόψε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στρωμάτσο /τὸ/ (στρώννυμι) = πρόχειρος κλινοστρωμνή, γιατάκι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.