στρωμάτσο (το)
- πρόχειρο κρεβάτι με φτωχικά ρούχα και στρώμα από λινάτσα
- η στρωματσάδα, δηλ. στρώσιμο για ύπνο στο πάτωμα. “κοιμήθηκα στρωματσάδα απόψε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρωμάτσο /τὸ/ (στρώννυμι) = πρόχειρος κλινοστρωμνή, γιατάκι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης