στρωματσάδα 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στρωματσάδα /ἡ/ (στρωματὰς) = κλινοστρωμνὴ ἐπὶ τοῦ δαπέδου. βλ. στρωμάτσο