στρολεγάρω
διευθετώ κάτι με ευκολία, προαισθάνομαι, διευκρινίζω, εξηγώ κάτι με λεπτομέρειες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρολεγάρω (Ἰ. strologare, ἀστρολογῶ) = προγιγνώσκω, σχολιάζω, διευκρινίζω, λεπτολογῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
αραδιάζω, πραμυθολογώ, εξιστορώ
(πιθ. από το Ιτλ. strologare = παρατηρώ, διαβάζω τα άστρα / προφητεύω ή συνθετη έκη απο το storia =ιστορία και του legare = δένω, στήνω, στήνω ιστορία)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε