Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στριτζώνω -ομαι

Στριτζώνω -ομαι (στράγγω, Λ. stringo) = σφίγγω, συσφίγγω, προκαλῶ δυσφορίαν ἢ ἀγωνίαν, δυσφορῶ, ἀγωνιῶ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.