στρίκα 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στρίκα /ἡ/ (Σ. στρέκα, Ἰ. striscia) = γραμμωτὸν διαποίκιλμα, γραμμὴ διαφόρου χρώματος.