στριάζω
Από πόνο, με στρίαξες.
Είναι το μεσαιωνικό στριγγίζω (νεότερο στριγγλίζω) και σημαίνει βγάζω φωνή δυνατή πόνου. Δεν το βλέπω στα λευκαδίτικα λεξικά. Στο χωριό χρησιμοποιείται συχνά.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Από πόνο, με στρίαξες.
Είναι το μεσαιωνικό στριγγίζω (νεότερο στριγγλίζω) και σημαίνει βγάζω φωνή δυνατή πόνου. Δεν το βλέπω στα λευκαδίτικα λεξικά. Στο χωριό χρησιμοποιείται συχνά.