στρέω
συγκατατίθεμαι, θέλω, μου βγαίνει σε καλό, επαληθεύεται (το όνειρο).
“Δεν το στρέει το παλιόπαιδο” – “Το όνειρο της Κυριακής στρέει ως το μεσημέρι” – “Εμένα δε μου στρένε τα όνειρα” – “Οι συμπέθεροι της στρένε πάντα”. Και στρέγω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρέω (στέργω, στερεόω) = ἀγαπῶ, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι: «δὲν τὸ στρέει». εὐοδοῦμαι, ἐπιτυγχάνω: «μ᾿ στρέν᾿ οἱ σμπεθεριές».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Προκειμένου για όνειρο. Βγαίνει ή δεν βγαίνει αληθινό. Είναι το αρχαίο στρέ(γ)ω (Σταματάκος) και θα πει συγκατατίθεμαι και εδώ στην περίπτωση του ονείρου, επαληθεύεται.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης