Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρέω

συγκατατίθεμαι, θέλω, μου βγαίνει σε καλό, επαληθεύεται (το όνειρο).
“Δεν το στρέει το παλιόπαιδο” – “Το όνειρο της Κυριακής στρέει ως το μεσημέρι” – “Εμένα δε μου στρένε τα όνειρα” – “Οι συμπέθεροι της στρένε πάντα”. Και στρέγω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στρέω (στέργω, στερεόω) = ἀγαπῶ, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι: «δὲν τὸ στρέει». εὐοδοῦμαι, ἐπιτυγχάνω: «μ᾿ στρέν᾿ οἱ σμπεθεριές».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Προκειμένου για όνειρο. Βγαίνει ή δεν βγαίνει αληθινό. Είναι το αρχαίο στρέ(γ)ω (Σταματάκος) και θα πει συγκατατίθεμαι και εδώ στην περίπτωση του ονείρου, επαληθεύεται.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.