στρεκλός ή στρεκλάδι
ο άνθρωπος που βαδίζει με αστάθεια, λόγω καμάτου ή αναπηρίας. Λέγεται και στρεπεκλός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρεκλὸς -ὴ -ὸ (στρεβλός, Ἰ. straccare) = ὁ παραπαίων, ὁ βαδίζων ἀσταθῶς (λόγῳ ἀναπηρίας, ἐξαντλήσεως ἢ καμάτου), ὁ ἔχων παραμορφωμένα τὰ σκέλη.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Στρεκλάδι. Ο βαδίζων με αστάθεια. Στρεκλός είναι ο στρεβλός ο με στραβά σκέλη. Πρβλ. (δια) στρεβλώνω. Συνώνυμο: το στραβάδι. Το straccare του Λάζαρη, άσχετο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Στρέκλος = τρεκλός, στραβοπόδης.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής