Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρεκλός ή στρεκλάδι

ο άνθρωπος που βαδίζει με αστάθεια, λόγω καμάτου ή αναπηρίας. Λέγεται και στρεπεκλός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στρεκλὸς -ὴ -ὸ (στρεβλός, Ἰ. straccare) = ὁ παραπαίων, ὁ βαδίζων ἀσταθῶς (λόγῳ ἀναπηρίας, ἐξαντλήσεως ἢ καμάτου), ὁ ἔχων παραμορφωμένα τὰ σκέλη.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Στρεκλάδι. Ο βαδίζων με αστάθεια. Στρεκλός είναι ο στρεβλός ο με στραβά σκέλη. Πρβλ. (δια) στρεβλώνω. Συνώνυμο: το στραβάδι. Το straccare του Λάζαρη, άσχετο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Στρέκλος = τρεκλός, στραβοπόδης.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.