Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στραβωμός, ο

Στραβωμός, ο: ή στραβωμάρα = μεταφορική έννοια ελλειμματικής όρασης, αδυναμία εκτέλεσης μιας κοινής ενασχόλησης, π.χ. «το στραβωμό τ’ς, σα χαϊδοκόπελα που ’ναι, δεν ξέρ’ να κεντάει…»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.