στραβωμός, ο
Στραβωμός, ο: ή στραβωμάρα = μεταφορική έννοια ελλειμματικής όρασης, αδυναμία εκτέλεσης μιας κοινής ενασχόλησης, π.χ. «το στραβωμό τ’ς, σα χαϊδοκόπελα που ’ναι, δεν ξέρ’ να κεντάει…»
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στραβωμός, ο: ή στραβωμάρα = μεταφορική έννοια ελλειμματικής όρασης, αδυναμία εκτέλεσης μιας κοινής ενασχόλησης, π.χ. «το στραβωμό τ’ς, σα χαϊδοκόπελα που ’ναι, δεν ξέρ’ να κεντάει…»