στραβομάρα (η)
χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις, όπως:
“στραβωμάρααα!” για κείνον που παραπατεί ή μας πατεί
“κάμε στραβομάρα σου …” = κάμε τη δουλειά σου εσύ και μη μας ενοχλείς
“τον αφήνει ο τζόγος να κοιτάξει δα και τη στραβομάρα τους”
“Άει στη στραβομάρα σου” = πήγαινε στο καλό και παράτα μας
“Δεν κοιτάς τη στραβομάρα σου, καλύτερα;” = κοίτα τη δουλειά σου καλύτερα.
βλ. και στραβωμός