Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στραβομάρα (η)

χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις, όπως:
“στραβωμάρααα!” για κείνον που παραπατεί ή μας πατεί
“κάμε στραβομάρα σου …” = κάμε τη δουλειά σου εσύ και μη μας ενοχλείς
“τον αφήνει ο τζόγος να κοιτάξει δα και τη στραβομάρα τους”
“Άει στη στραβομάρα σου” = πήγαινε στο καλό και παράτα μας
“Δεν κοιτάς τη στραβομάρα σου, καλύτερα;” = κοίτα τη δουλειά σου καλύτερα.

βλ. και στραβωμός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.