Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στραβολέκατος

αυτός που έχει στρεβλά άκρα ή είναι σωματικά ασύμμετρος.
Αίνιγμα: “Στραβολέκατος γονιός, όμορφο παιδί / μεθυσμένο αγγόνι” (κλήμα, σταφύλι, κρασί).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στραβολέκατος -η -ο (στραβός, στρεβλός, Ἰ. legare) = στρεβλός, ἀσύμμετρος, πέτσικος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.