στραβοκατ(ι)νάω
Στραβοκατινάω (στραβός, στρεβλός, Ἰ. catenare) = πάσχω ἡμιπληγίαν ἐκ τρόμου, τρομοκρατοῦμαι, καταπλήσσομαι. βλ. στραβοκατινίζω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στραβοκατινάω (στραβός, στρεβλός, Ἰ. catenare) = πάσχω ἡμιπληγίαν ἐκ τρόμου, τρομοκρατοῦμαι, καταπλήσσομαι. βλ. στραβοκατινίζω