στρατοκαρτέρι
ενέδρα σε μια άκρη του δρόμου για εκδίκηση ή φόνο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρατοκαρτέρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. strada-καρτεράω -ῶ) = ἀναμονὴ καθ᾿ ὁδὸν πρὸς κακοποίησιν ἢ ἐξόντωσιν, ἐνέδρα. βλ στρατοκρατία
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης