στρακώνω και στρακόνω
στρώνω μια μικρή έκταση γης, αλώνι, αυλή, εσωτερικό σπιτιού ή και δρόμο ολόκληρο μπήγοντας πέτρες, για να γίνει ο τόπος αυτός σκληρός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρακόνω (ὄστρακον -όω) = σκληρύνω ἐδαφικὴν ἐπιφάνειαν διὰ κυλινδρώσεως, ἁλωνισμοῦ ἢ ἐπιπατήσεως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης