στράκες
Το ιταλικό stracca, εδώ το τσάκισμα, η τσάκιση του παντελονιού, που κατά το βάδισμα έπρεπε να κάνει “στράκες”. Ηχομιμητική λέξη κυρίως από το θόρυβο του μαστιγίου των αμαξηλάτων “και” απόψε θα κάνω στράκες με το καινούριο μου φόρεμα (Μπαμπινιώτης). Στο χωριό ειδικά για την τσάκιση του παντελονιού, που κατά το περπάτημα “πάει και έρχεται”. Κοντολογίς “προκαλώ εντύπωση”. Οι στράκες αφορούν άμαξες και τα λουριά του αμαξά Να θυμηθούμε (άσχετα βέβαια και τις τράκα-τρούκες, της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς το -σ- και το στίχο του παλιού τραγουδιού ” να κάνω στράκες, πω πω μεράκι…”.