Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στουμπίζω

  1. χτυπάω με κοπανόξυλο διάφορα δημητριακά, όσπρια, κ.λ. για να βγουν οι κόκκοι π.χ. του λιναριού, του καλαμποκιού κ.ά.
  2. χτυπάω μέχρι να γίνει πολτός ένα κομμάτι κρέας, μια σουπιά κ.ά χρήσιμα στη λαϊκή ιατρική. Σε χργρφ γιατροσόφι διαβάζομε: “Έπαρε ρίγανη και ξίδι και μέλι και βράστα και πίνε το ζουμίον και το κεφάλι της σουπιάς όπου κάνει την μελάνι να την στουμπίσεις αντάμα να φάγει ο άνθρωπος και γαίνει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στ(ου)μπίζω (στύπος) = κοπανίζω πρὀς ἐκκόκκισιν ἢ κατεργασίαν (καλαμπόκι, λινάρι κ.τ.τ.).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.