στουμπίζω
- χτυπάω με κοπανόξυλο διάφορα δημητριακά, όσπρια, κ.λ. για να βγουν οι κόκκοι π.χ. του λιναριού, του καλαμποκιού κ.ά.
- χτυπάω μέχρι να γίνει πολτός ένα κομμάτι κρέας, μια σουπιά κ.ά χρήσιμα στη λαϊκή ιατρική. Σε χργρφ γιατροσόφι διαβάζομε: “Έπαρε ρίγανη και ξίδι και μέλι και βράστα και πίνε το ζουμίον και το κεφάλι της σουπιάς όπου κάνει την μελάνι να την στουμπίσεις αντάμα να φάγει ο άνθρωπος και γαίνει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στ(ου)μπίζω (στύπος) = κοπανίζω πρὀς ἐκκόκκισιν ἢ κατεργασίαν (καλαμπόκι, λινάρι κ.τ.τ.).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης