στομόνω
Στομόνω (στομόω -ῶ) = ἀναστομῶ, ἀναχαιτίζω, ἀναγκάζω ζῷον ἀπομακρυνόμενον εἰς ὀπισθοδρόμησιν, ἁμβλύνω, ἁμβλύνομαι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στομόνω (στομόω -ῶ) = ἀναστομῶ, ἀναχαιτίζω, ἀναγκάζω ζῷον ἀπομακρυνόμενον εἰς ὀπισθοδρόμησιν, ἁμβλύνω, ἁμβλύνομαι.