στιβαλέτο (το)
γυναικείο υπόδημα γιορτιάτικης “πολυτελείας” και κλειστό σαν μποτάκι. Το ψηλοτάκουνο στιβαλέτο είναι περισσότερο γνωστό ως στιβάλι. Στιβάλια φορούσαν και οι άντρες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στ(ι)βαλέτο /τὸ/ (Ἰ. stivaletto) = γυναικεῖον ὑπόδημα στολισμοῦ, ψηλοτάκουνο γοβάκι ἐγχωρίου τύπου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. στιβάλι