σταύρωμα
(του αμπελιού): Τα υπολείμματα του τραπεζιού σ΄ όλο το δωδεκαήμερο, δεν τα πετούσαν, μόνο τα συγκέντρωναν και τα πήγαιναν την ημέρα των Φώτων και τα ΄ριχναν στα αμπέλια σταυρωτά, για να φύγουν τα σκαθάρια: “Φευγάτε, σκαθάρια, γιατί σας κυνηγάει η παγανόσταχτη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σταύρωμα /τὸ/ (σταυρὸς) = ἐξόρκιον διὰ τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, βασανιστήριον, ἐνόχλησις, πρόκλησις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης