στατά (επίρρ.)
εν στάσει – πήδημα χωρίς απίδρομο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στατὰ (ἵσταμαι, στατὸς) = ἐξ ἀκινήτου θέσεως, ἄνευ φορᾶς, ὄρθιος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
εν στάσει – πήδημα χωρίς απίδρομο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στατὰ (ἵσταμαι, στατὸς) = ἐξ ἀκινήτου θέσεως, ἄνευ φορᾶς, ὄρθιος.