Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στανιό (το)

κάτι που γίνεται ακούσια, παρά τη θέληση μας.
“με το στανιό το πήρα” – “γαμώ το στανιό σου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στανιὀ /τὸ/ (Λ. stanno -are) = βία, πειθαναγκασμός, ἐκβίασις.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


«(Με το) στανιό» = με το ζόρι, εκ του ρ. στείνω αντί στένω (στενό) = στενεύω = υποχρεώνω, εξαναγκάζω, εξ ου και στενωπός (στενός+οπή) = στενόχωρος.

(2) Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.