Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταλίκι (το)

ξύλινο μικρό κοντάρι που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να προωθούν τα μικρά τους πλεούμενα σε αβαθή νερά. Στο ένα άκρο, το σταλίκι είναι διχαλωτό, και αυτό στηρίζουν στο βυθό για να μη βυθίζεται στη λάσπη.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σταλίκ(ι) (σταλὶς) = κοντὸς διχαλωτὸς εἰς τὸ ἄκρον, ἡ φουρκάτα διὰ τῆς ὁποίας προωθοῦμεν πλοιάριον στηρίζοντες τὸ δίχαλον εἰς τὸν ἀβαθῆ πυθμένα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.