σταλίκι (το)
ξύλινο μικρό κοντάρι που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να προωθούν τα μικρά τους πλεούμενα σε αβαθή νερά. Στο ένα άκρο, το σταλίκι είναι διχαλωτό, και αυτό στηρίζουν στο βυθό για να μη βυθίζεται στη λάσπη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σταλίκ(ι) (σταλὶς) = κοντὸς διχαλωτὸς εἰς τὸ ἄκρον, ἡ φουρκάτα διὰ τῆς ὁποίας προωθοῦμεν πλοιάριον στηρίζοντες τὸ δίχαλον εἰς τὸν ἀβαθῆ πυθμένα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης