Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταχτοπάνι (το)

το αραιό ύφασμα – συνήθως τμήμα σακακιού – που έστρωναν πάνω από τα ρούχα της μπουγάδας για να μην περνάει η στάχτη της αλισίβας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σταχτοπάν(ι) /τὸ/ (στάζω, στάκτη-πηνίον) = τὸ ὕφασμα ποὺ τοποθετεῖται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἀσπρόρρουχα τῆς μπουγάδας διὰ νὰ συγκρατῇ τὴν στάχτην τῆς ἁλισσίβας.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ύφασμα από λινάρι, αραιά υφασμένο, που το χρησιμοποιούσαν στην μπουγάδα. Το έστρωναν πάνω από τα βρώμικ ρούχα που ήταν τοποθετημένα στην κόφα, και πάνω σε αυτο έριχναν την στάχτη, μερικά φύλλα δάφνης ή λεμονόκουπες.

Διον. Δ. Κοντογιώργης – Μια ζωή γεμάτη όνειρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.