σπ(υ)ροδιαλέγω
Σπ(υ)ροδιαλέγω, σπροδιαλέγω: (σπόρος+διαλέγω) = σπυρί-σπυρί διαλέγω, μαζεύω τις ελιές που απομένουν μετά από ένα κανονικό διάλεγμα. Εργασία κυρίως φτωχών γυναικών, οι επονομαζόμενες «Σπ(υ)ρολογίστρες» ή «Σπ(υ)ροδιαλέχτρες».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σπ(υ)ροδιαλέγω, σπροδιαλέγω: (σπόρος+διαλέγω) = σπυρί-σπυρί διαλέγω, μαζεύω τις ελιές που απομένουν μετά από ένα κανονικό διάλεγμα. Εργασία κυρίως φτωχών γυναικών, οι επονομαζόμενες «Σπ(υ)ρολογίστρες» ή «Σπ(υ)ροδιαλέχτρες».