Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπορίζω

προκαλώ στομαχικές διαταραχές και εντερικές ανωμαλίες, προκαλώ αιμορραγίες.
“Του σπόρ΄σε η μύτη” = τρέχει αίμα η μύτη του – “Κάτσε καλά γιατί θα σου σπορίσω τη μύτη” – ‘Έφαγα πολλά χλωροκούκια και τον εσπό΄ρσε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπορίζω (σπόρος -άδην, Σ. ἰσπορὶμ) = προκαλῶ διάρροιαν, αἱμορραγῶ: «τὸν ἐσπόρσε τὸ πατσαλίκ». «τὠ σπόρσ’ ἡ μύτ».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σπόρισε = 1. ἔτρεξε ὑγρό, σπόρισε ἡ μύτη του (τοῦ ἔσπασε ἤ ἄνοιξε ἡ μύτη του),
2. τόν σπόρισε (τόν ἔπιασε εὐκοίλια).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.