σπορίζω
προκαλώ στομαχικές διαταραχές και εντερικές ανωμαλίες, προκαλώ αιμορραγίες.
“Του σπόρ΄σε η μύτη” = τρέχει αίμα η μύτη του – “Κάτσε καλά γιατί θα σου σπορίσω τη μύτη” – ‘Έφαγα πολλά χλωροκούκια και τον εσπό΄ρσε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπορίζω (σπόρος -άδην, Σ. ἰσπορὶμ) = προκαλῶ διάρροιαν, αἱμορραγῶ: «τὸν ἐσπόρσε τὸ πατσαλίκ». «τὠ σπόρσ’ ἡ μύτ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σπόρισε = 1. ἔτρεξε ὑγρό, σπόρισε ἡ μύτη του (τοῦ ἔσπασε ἤ ἄνοιξε ἡ μύτη του),
2. τόν σπόρισε (τόν ἔπιασε εὐκοίλια).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής