Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπόντα (η)

λεκτικό κέντρισμα, πείραγμα έμμεσο.
φράσεις:”μου ρίχνει σπόντες” – ” να του φέρεις από σπόντα την κουβέντα μας”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπόντα /ἡ/ (Ἰ. spuntare) = δηκτικὸς ὑπαινιγμός, ὑπαινιγμός, κεντιά: «μὼ πέταξε νιὰ σπόντα», (Ἰ. sponda) = περίφρασις, πλαγία προχώρησις εἰς θέμα δυσχερές: «νἀν τ᾿ τὸ φέρς ἀπὸ σπόντα».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.