σπλόνος (ο)
δενδρώδης θάμνος, κοινώς γαλατσίδα. Η ρίζα του σπλόνου δηλητηριάζει τα ψάρια στις ακτές. Πολλοί ασυνείδητοι ερασιτέχνες ψαράδες, ψαρεύουν με κλαδιά σπλόνου.
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, σχόλια: “σπλόνος, ο φλώμος των αρχαίων. Και δια της ρίζης του φυτού τούτου δηλητηριάζοντες οι αλιείς τα θαλάσσια ύδατα, συλλαμβάνουσι τους προστυγχάνοντας ιχθύας”. Βγάνει γαλακτώδη ουσία που είναι ιαματική (χουλιάρι).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπλόνος (Ἰ. spollonare) = τὸ φυτὸν εὐφόρβιον τὸ δενδροειδές, βέρβασκον τὸ κυματόφυλλον ἢ θῆλυ, φλόμος, φλωμός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σπλόνος = φυτό μέ ποώδη κορμό, ὁμοιάζει μέ τήν δεντρομολόχαν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής