Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπλονίζω

Σπλονίζω (Ἰ. spollonare) = ῥίπτω τρίμματα «σπλόνου» εἰς μέρος ἁλιεύσιμον πρὸς δηλητηρίασιν καὶ ἁλιείαν ἰχθύων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.