σπιρτόζος -α -ικο
ο άνθρωπος με οξύτατη αντίληψη, ο ταχύς στη σκέψη, ο έξυπνος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπιρτόζος -α -ο (Ἰ. spirituoso) = δριμύς, πνευματώδης, δραστήριος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης