σπ(ει)ροδιαλέ(γ)ω
Σπειροδιαλέγω (πυρὸς-σπείρω-διὰ-λέγω) = συλλέγω ἀραιῶς διεσπαρμένους καρποὺς (ἰδίᾳ ἐλαιόκαρπον ἀραιᾶς ἐσοδείας).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σπειροδιαλέγω (πυρὸς-σπείρω-διὰ-λέγω) = συλλέγω ἀραιῶς διεσπαρμένους καρποὺς (ἰδίᾳ ἐλαιόκαρπον ἀραιᾶς ἐσοδείας).