σπέζες
τα έξοδα, απαντά κυρίως στον πληθ., η λέξη.
Σε κτγρφ, περιουσίας του 1750 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “δια καβαλλικαδούρα (=αγωγιάτικο) και σπέζες …).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπέζα /ἡ/ (Ἰ. spesa) = δαπάνη, ἔξοδον, πληρωμή, πρόστιμον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης