σπετάκολο 03 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σπετάκολο /τὸ/ (Ἰ. spettacolo) = πρόσωπον κοινῆς περιφρονήσεως καὶ ἀποδοκιμασίας.