Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπάθη (η)

μέρος του αλετριού. Κάθετο ξύλο, φτενό, παράλληλο προς το χερουλάτη, το οποίο διαπερνά το σταβάρι και μπήγεται στην αλετροπόδα. Είναι ο ρυθμιστής του βαθειού ή επιφανειακού οργώματος. Στη σημείο που διαπερνά το σταβάρι στερεώνεται με 2-3 ξυλόσφηνες ρυθμιστικές της, προς τα μπρος ή στα πίσω, κλίσης της σπάθης.

Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.