σπάθη (η)
μέρος του αλετριού. Κάθετο ξύλο, φτενό, παράλληλο προς το χερουλάτη, το οποίο διαπερνά το σταβάρι και μπήγεται στην αλετροπόδα. Είναι ο ρυθμιστής του βαθειού ή επιφανειακού οργώματος. Στη σημείο που διαπερνά το σταβάρι στερεώνεται με 2-3 ξυλόσφηνες ρυθμιστικές της, προς τα μπρος ή στα πίσω, κλίσης της σπάθης.
Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη