σπαράγγι -γγια (το)
αγριολάχανο, που τρώγεται βραστό με ξύδι. Πίνεται και το ζουμί τους.
Έχουν και θεραπευτικές ιδιότητες. σε συνταγή λαϊκογιατρού Λευκάδος ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, κωδ. Παπαδάτου, σελ. 90) διαβάζομε: “Πόσα βογηθήματα έχουν τα σπαράγγια εις τις ζοχάδες. Να τα βράσεις με το κρασί και να το πιγεί ημέρες επτά και γαίνει …”. βλ. και σπαράγνι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Προκάκι από το ιταλικό brocca, που θα πει καρφάκι για παπούτσια.
Ο Λάζαρης δεν το έχει. Ο Κοντομίχης με δυο -γγ-.
Οι άλλοι λεξικογράφοι το ετυμολογούν σωστά από το βενετικό (ιταλικό) μπρόκα και το αποδίδουν πρόκα.
Εμείς το προφέρουμε πρόγκα. Και διακρίνουμε τις ξυλόπρογκες από τις μεταλλικές (σπαράγγάκια εδώ). Ο ιδιωματισμός έγκειται στην προσθήκη του -σ- και την τροπή του -ο- σε -α-, κατά τα λεγόμενα φθογγικά πάθη της γραμματικής. Επομένως έχουμε: Πρό(γ)κα, προ(γ)κάκι (σ)πρ(α)ο(γ)κάκι-α.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης